- ασπούδα
- ησπουδή, βιασύνη, πόθος ζωηρός: Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα, έπαιζε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα (Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.